- αὖλαξ
- -ακος ἡ N 3 1-0-0-3-2=6 Nm 22,24; Ps 64(65),11; Jb 31,38; 39,10; Sir 7,3avenue (in a vineyard) Nm 22,24; furrow Jb 31,38
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αὖλαξ — furrow fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλάκοιν — αὖλαξ furrow fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλάκων — αὖλαξ furrow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακα — αὖλαξ furrow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακας — αὖλαξ furrow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακε — αὖλαξ furrow fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακες — αὖλαξ furrow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακι — αὖλαξ furrow fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακος — αὖλαξ furrow fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλαξι — αὖλαξ furrow fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλαξιν — αὖλαξ furrow fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)